
Harvard Health Publishing
Κάθε φορά που η Cecilia κατανάλωνε ένα γεύμα πλούσιο σε λιπαρά, εμφανιζόταν ένας οξύς πόνος. Κουλουριασμένη, με σουβλιές στο επάνω δεξί τμήμα της κοιλιάς –και ενώ συχνά διπλωνόταν στα δύο από τη ναυτία– η εξηντάχρονη γυναίκα έμενε ξαπλωμένη με αφόρητους πόνους για ώρες. Μετά, με τον ίδιο μυστήριο τρόπο που εμφανιζόταν, ο πόνος υποχωρούσε, όπως και η ανησυχία της γυναίκας.
Όμως η Cecilia έπαψε να αρνείται το γεγονός ένα βράδυ που η κοιλιακή δυσφορία της ήταν τέτοια που την οδήγησε στα επείγοντα. Τότε πλέον, το πρόβλημα το οποίο δεν είχε αντιμετωπιστεί για μήνες, είχε εξελιχθεί σε ρήξη της χοληδόχου κύστεως, μια πολύ πιο επικίνδυνη κατάσταση από την πολύ συνηθισμένη χολολιθίαση που την είχε προκαλέσει.
Κάθε σημαντική καθυστέρηση στη διάγνωση –ανεξάρτητα από το πώς έχει συμβεί– θεωρείται ένας από τους πολλούς τύπους διαγνωστικών σφαλμάτων. Το ίδιο ισχύει και με τη λήψη λανθασμένης διάγνωσης ή όταν ένας γιατρός ή ασθενής δεν επικοινωνεί ξεκάθαρα σχετικά με τη διάγνωση, λέει ο δρ David Bates, καθηγητής στο Τμήμα Ιατρικής του συνεργαζόμενου με το Χάρβαρντ Brigham and Women’s Hospital και διευθυντής του Κέντρου Έρευνας και Πρακτικής Ασφάλειας των Ασθενών στο ίδιο νοσοκομείο.
Σχεδόν ένας στους πέντε νοσηλευθέντες ασθενείς υφίσταται βλάβη ή πεθαίνει κάθε χρόνο λόγω ενός διαγνωστικού σφάλματος, σύμφωνα με μια μελέτη περισσότερων από 2.400 ασθενών (μέσος όρος ηλικίας 64 έτη, 46% γυναίκες), η οποία δημοσιεύθηκε στις 8 Ιανουαρίου 2024, στην ηλεκτρονική έκδοση του επιστημονικού περιοδικού JAMA Internal Medicine. Όμως η πραγματική συχνότητα εμφάνισης του φαινομένου είναι πιθανότατα πολύ μεγαλύτερη, καθώς η συντριπτική πλειονότητα των διαγνωστικών σφαλμάτων είναι πιθανό να μην καταγράφονται, λέει ο δρ Bates. «Έχουμε ακόμη αρκετή δουλειά ώστε να ανακαλύψουμε τον καλύτερο τρόπο αναζήτησης αυτών των σφαλμάτων και να προσδιορίσουμε τον πραγματικό αριθμό τους», αναφέρει.
Δυσδιάγνωστες παθήσεις
Οι γιατροί στηρίζονταν στις μελέτες νεκροψίας για περισσότερα από 100 χρόνια, για να εκτιμούν το ποσοστό των ασθενών που καταλήγουν από νοσήματα που δεν είχαν αναγνωριστεί ενώ ήταν εν ζωή. Σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιανουαρίου 2025 του επιστημονικού περιοδικού Archives of Pathology and Laboratory Medicine, οι παθολογοανατόμοι ανακάλυψαν τουλάχιστον μία πάθηση που δεν είχε διαγνωστεί προ θανάτου στο 98% σχεδόν 650 των ασθενών που είχαν καταλήξει. Η πιο συνήθης ήταν η πνευμονία (στο 31%), η στεφανιαία νόσος (στο 24%) και η καρδιακή προσβολή (στο 15%). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένες από τις παθήσεις πιθανότατα δεν προκάλεσαν ποτέ συμπτώματα τα οποία θα οδηγούσαν τους ασθενείς να ζητήσουν βοήθεια.
Μια άλλη έρευνα διευρύνει τις γνώσεις μας σχετικά με το ποια νοσήματα είναι «ιδανικά» για λανθασμένη διάγνωση. Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο του 2024 στο επιστημονικό περιοδικό BMJ Quality and Safety, μόλις 15 νοσήματα ευθύνονται για περίπου τις μισές από τις σοβαρές βλάβες που έχουν προκληθεί από διαγνωστικά σφάλματα, και η πρώτη πεντάδα –εγκεφαλικό, σήψη, πνευμονία, φλεβοθρόμβωση και καρκίνος του πνεύμονα– αντιστοιχεί σε σχεδόν 39%.
Τι κοινό έχουν πολλές από αυτές τις παθήσεις; «Έχουν σχετικά ήπια συμπτώματα τα οποία είναι δυνατό να αποδοθούν σε άλλα αίτια», λέει ο δρ Bates, «και μπορεί να είναι δύσκολο να ερμηνευθούν όταν μία από αυτές τις παθήσεις είναι παρούσα».
Ποιος διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο;
Ορισμένες διαγνώσεις όχι μόνο είναι δυσκολότερο να τεθούν, αλλά συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού είναι πιο ευάλωτες σε αυτό το σενάριο. Οι γυναίκες και οι μειονότητες έχουν 20 έως 30% περισσότερες πιθανότητες από ό,τι οι άνδρες λευκής φυλής να τύχουν λανθασμένης ή καθυστερημένης διάγνωσης, σύμφωνα με τη μελέτη του 2024 στο BMJ Quality and Safety.
Ο δρ Bates υποπτεύεται ότι μερικοί ασθενείς δεν επιμένουν εάν αισθανθούν ότι η διάγνωσή τους είναι λανθασμένη ή εάν θα ήθελαν μια δεύτερη γνώμη. «Εάν πιστεύετε ότι κάτι δεν πάει καλά ή δεν γίνεστε καλύτερα, είναι απαραίτητο να υποστηρίξετε τον εαυτό σας», λέει.
Οι ηλικιωμένοι μπορεί επίσης να είναι πιο επιρρεπείς σε διαγνωστικά σφάλματα λόγω προβλημάτων μνήμης και της χρήσης πολλών φαρμάκων. Επίσης, συνήθως έχουν χρόνιες παθήσεις που μπορεί να περιπλέκουν τη διαδικασία της διάγνωσης μιας άλλης πάθησης.
«Οι ηλικιωμένοι ασθενείς τείνουν να έχουν περισσότερα προβλήματα», λέει ο δρ Bates. «Ίσως και να παραπονιούνται λιγότερο συγκριτικά με νεότερους ασθενείς – είναι πιο πρόθυμοι να υπομείνουν τις καταστάσεις».
Πού οφείλονται τα σφάλματα
Σε γενικές γραμμές, τα διαγνωστικά σφάλματα ανάγονται σε ορισμένες αιτίες, όπως:
Ιατρικό σφάλμα: Ίσως το 40% των διαγνωστικών σφαλμάτων εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία, λέει ο δρ Bates. Όταν έρχονται αντιμέτωποι με καταιγισμό ασαφών ή σύνθετων συμπτωμάτων που θα μπορούσαν να υποδηλώνουν διάφορες παθήσεις, «οι γιατροί είναι πιθανό να παραβλέψουν κάτι», επισημαίνει. «Μπορεί να είναι αρκετά πολύπλοκο να θέσει κανείς μια διάγνωση από όλα όσα συμβαίνουν ταυτόχρονα».
Καθυστερήσεις: Μερικοί συνηθισμένοι λόγοι πιθανής καθυστέρησης στη διάγνωση περιλαμβάνουν τον συντονισμό των προγραμμάτων ασθενούς και γιατρού, ο φόβος για μια απαραίτητη διαγνωστική εξέταση ή η ανησυχία ότι θα υπάρξει μια «κακή» διάγνωση. Παραδείγματος χάριν, αναφέρει, μόνο περίπου τα δύο τρίτα των ατόμων με θετικό τεστ κοπράνων –μια εξέταση προδιαγνωστικού ελέγχου που ανιχνεύει αίμα στα κόπρανα– προγραμματίζουν άμεσα κολονοσκόπηση, που αποτελεί την εξέταση εκλογής για την ανίχνευση του καρκίνου του παχέος εντέρου. «Αυτά πηγαίνουν μαζί», λέει.
Κακή επικοινωνία: Οι γιατροί μπορεί να μην εξηγούν ικανοποιητικά στους ασθενείς με ποιον τρόπο τούς επηρεάζουν ορισμένες παθήσεις, ιδίως εκείνες που περνούν απαρατήρητες, λέει ο δρ Bates. Όμως και οι ασθενείς είναι πιθανό να επικοινωνούν ανεπαρκώς. «Αυτό μπορεί να αποτελεί περισσότερο πρόβλημα με τους ηλικιωμένους ασθενείς, οι οποίοι απλώς ελπίζουν ότι τα συμπτώματά τους θα εξαφανιστούν», επισημαίνει. «Εάν έχετε ένα πραγματικά ανησυχητικό σύμπτωμα, είναι πάντοτε προτιμότερο να ενημερώσετε τον γιατρό σας, και αυτός ή αυτή θα πάρει την απόφαση εάν θα πρέπει να σας εξετάσει ή όχι».
Μεγάλες και μικρές επιπτώσεις
Τα διαγνωστικά σφάλματα είναι δυνατό να αποτελέσουν το έναυσμα για μια αλυσίδα άλλων προβλημάτων, δηλαδή:
• μπορεί να μη λάβετε την ανακούφιση που χρειάζεστε
• η κατάστασή σας να επιδεινωθεί, πιθανώς σοβαρά
• ξοδεύετε χρόνο και χρήμα αναζητώντας τη σωστή διάγνωση
• η απουσία απαντήσεων σας προκαλεί άγχος ή κατάθλιψη.
Ευτυχώς, πάντως, η συντριπτική πλειονότητα των σφαλμάτων είναι ασήμαντα και δεν προκαλούν δεινές επιπτώσεις. «Μερικά σφάλματα είναι χειρότερα και πιθανότερο να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα από ό,τι άλλα», λέει ο δρ Bates. «Όμως τα περισσότερα τελικά διευθετούνται και ο ασθενής αναρρώνει καλά».
Προστατευθείτε από τα διαγνωστικά λάθη
Ο δρ David Bates, καθηγητής στο Τμήμα Ιατρικής του συνεργαζόμενου με το Χάρβαρντ Brigham and Women’s Hospital και διευθυντής του Κέντρου Έρευνας και Πρακτικής Ασφάλειας των Ασθενών στο ίδιο νοσοκομείο, παρέχει τις παρακάτω συμβουλές ώστε να μειώσετε τον κίνδυνο που διατρέχετε να πέσετε θύμα διαγνωστικού σφάλματος:
Ζητήστε μια εναλλακτική εξήγηση. Εάν η διάγνωσή σας δεν σας ικανοποιεί, ρωτήστε τον γιατρό σας «Τι άλλο θα μπορούσε να είναι;». «Μπαίνουμε στον πειρασμό να εστιάσουμε σε κάτι και μερικές φορές εστιάζουμε στο λάθος πράγμα», λέει ο δρ Bates. «Είναι λογικό να ρωτήσετε εάν ο γιατρός σας είναι βέβαιος για τη διάγνωσή σας και εάν κάνει δοκιμές ώστε να αποκλείσει άλλα ενδεχόμενα».
Ζητήστε να διεξέλθει τα φάρμακά σας. Αυτού του είδους η πληροφορία μπορεί να προσφέρει σημαντικά στοιχεία για τις παρατηρήσεις του γιατρού. «Μόνο από τον κατάλογο των φαρμάκων σας είναι αρκετά εύκολο για έναν γιατρό να συμπεράνει ποια είναι τα νοσήματα που έχετε», επισημαίνει. «Μας δίνει μια αρκετά καλή αίσθηση για το τι συμβαίνει».
Βασιστείτε σε έναν έμπιστο συνοδό. Εάν έχετε μαζί σας στις ιατρικές επισκέψεις έναν συγγενή ή έναν στενό φίλο, αυτό θα σας βοηθήσει να συγκρατήσετε και να αναλάβετε δράση σχετικά με σημαντικές πληροφορίες. «Είναι πολύ χρήσιμο να έχετε έναν/μια παρτενέρ στην ιατρική φροντίδα, κάποιον που σας γνωρίζει και είναι πρόθυμος να σας βοηθήσει να υποστηρίξετε τον εαυτό σας απέναντι στην ιατρική ομάδα σας», λέει.
Ζητήστε μια δεύτερη γνώμη. Εάν νιώθετε ότι η εκτίμηση του γιατρού σας δεν είναι σωστή ή δεν αισθάνεστε ότι σας ακούν, ζητήστε έναν άλλο πάροχο ή ειδικό. «Είναι κάτι λογικό», λέει ο δρ Bates. «Εάν ο γιατρός συγχυστεί γι’ αυτόν τον λόγο, κάτι δεν πάει καλά με εκείνον, όχι με εσάς».