ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

«Θολή» η σχέση μεταξύ κορωνοϊού και ανοσίας

Kathimerini.gr

Ανάμεσα στους πολλούς παράγοντες αβεβαιότητας γύρω από τον COVID-19 συγκαταλέγεται η αντίδραση του σώματος στη μόλυνση και το τι σημαίνει αυτό για την εξάπλωση της ασθένειας. Η ανοσία σε νοσήματα μπορεί να διαρκεί μια ολόκληρη ζωή ή να είναι σχεδόν ανύπαρκτη, ενώ για την ώρα δεν διαθέτουμε παρά ελάχιστα στοιχεία ώστε να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα.

Οι επιστήμονες και οι ηγέτες κρατών πρέπει να δημιουργήσουν ένα υποθετικό πρότυπο για την ανοσία στον ιό, βάσει των δεδομένων που ήδη διαθέτουμε για το ανοσοποιητικό σύστημα και τα στοιχεία για άλλους συγγενικούς ιούς, για να καταγράψουν τις διαφορές κάθε όψης του προτύπου με την παρούσα κατάσταση. Επόμενο βήμα θα είναι η συλλογή νέων στοιχείων, βασισμένων στην παρατήρηση και στα πειράματα.

Το ιδανικό σενάριο, που θέλει όσους ασθενείς ξεπερνούν την ασθένεια να διαθέτουν διά βίου ανοσία, ισχύει για πολλές λοιμώξεις. Ο Δανός ιατρός Πέτερ Πάνουμ προχώρησε στη διαπίστωση αυτή για την ιλαρά το 1846, σε επίσκεψή του στις νήσους Φερόε, παρατηρώντας ότι όσοι κάτοικοι είχαν επιβιώσει από την επιδημία ιλαράς του 1781 εμφάνιζαν ανοσία. Η παρατήρηση αυτή δημιούργησε την επιστήμη της Ανοσιολογίας και της Επιδημιολογίας.

Ενα παράδειγμα «πολύπλοκης» ανοσίας προσφέρουν οι κορωνοϊοί, που μεταπηδούν ενίοτε από ζώα ξενιστές στον άνθρωπο. Ο σημερινός κορωνοϊός, SARS-Cov-2, προκάλεσε την τρίτη μεγάλη επιδημία κορωνοϊού κατά την πρόσφατη ανθρώπινη ιστορία, μετά το ξέσπασμα του SARS, το 2002-3, και την επιδημία του MERS, που ξεκίνησε το 2012.

Οι γνώσεις μας για την ανοσία απέναντι στους κορωνοϊούς προέρχονται, όμως, κυρίως από τη μελέτη τέτοιων ιών, οι οποίοι προκαλούν κάθε χρόνο αναπνευστικά νοσήματα, από κοινό κρυολόγημα έως πνευμονίες. Σε δύο διαφορετικές μελέτες, ερευνητές μόλυναν εθελοντές με εποχικό κορωνοϊό, για να τους εμβολιάσουν ένα έτος αργότερα με τον ίδιο ή παραπλήσιο ιό, παρατηρώντας εάν είχαν αποκτήσει ανοσία.

Στην πρώτη μελέτη, το 1977, το ένα τρίτο των εθελοντών που είχαν λάβει το ίδιο στέλεχος ιού απέκτησε ανοσία, ενώ οι υπόλοιποι –δέκτες λίγο διαφορετικού στελέχους του κορωνοϊού– απέκτησαν προσωρινή ανοσία. Σε δεύτερη μελέτη, το 1990, οι εθελοντές που εμβολιάστηκαν ή εκτέθηκαν σε κορωνοϊό εμφάνισαν ελαφρότερα συμπτώματα, ενώ το σώμα τους παρήγαγε μικρότερο ιικό φορτίο.

Τέτοιες έρευνες δεν έγιναν για τους SARS και MERS. Η εξέταση των αντισωμάτων στο αίμα ασθενών που επέζησαν από τις ιώσεις αυτές έδειξε ότι η ανοσία που ανέπτυξαν είχε διάρκεια δύο ετών για τον SARS και τριών ετών για τον MERS. Η ικανότητα των αντισωμάτων αυτών να εμποδίζουν την αναπαραγωγή του ιού, φάνηκε όμως ότι μειώνεται με το πέρας του χρόνου.

Οι μελέτες δίνουν μια εικόνα της πορείας των ασθενών με COVID-19. Αφού μολυνθούν με τον κορωνοϊό SARS-CoV-2, το ανοσοποιητικό σύστημα των περισσότερων ανθρώπων αντιδρά. Σε ορισμένους, η αντίδραση αυτή είναι καλύτερη από ό,τι σε άλλους, ενώ οι επιστήμονες εκτιμούν ότι ο οργανισμός θα είναι προστατευμένος μεσοπρόθεσμα, δηλαδή για διάστημα περίπου ενός έτους. Το φαινόμενο αυτό οδηγεί στην πολυσυζητημένη «ανοσία της αγέλης», που προστατεύει τον πληθυσμό και περιορίζει τη μετάδοση της νόσου.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Υγεία: Τελευταία Ενημέρωση