ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ο πλούσιος ψαράς της Μυκόνου

Του Παναγιώτη Καπαρή

Του Παναγιώτη Καπαρή

Όταν ο χρόνος σταματά για λίγο, ελέω ημερολογίου, όταν το μυαλό αρχίζει να τρέχει, ελέω σωματικής ξεκούρασης, όταν η ψυχή αρχίζει να ανεβαίνει λίγο πιο ψηλά, ελέω φόβου, τότε έρχεται στο προσκήνιο ο διαχρονικός Κώστας Χατζής: «Όταν κοιτάς από ψηλά, μοιάζει ο κόσμος ζωγραφιά, και συ τον πήρες σοβαρά… Κι ό,τι σε πλήγωσε ή σε θάμπωσε, από ψηλά αν το κοιτάξεις, θα σου φανεί τόσο ασήμαντο, που στη στιγμή θα το ξεχάσεις…» Έρχεται μπροστά μας, ο Σκιαθίτης κοσμοκαλόγερος ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: «Σαν νά 'χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κ' οι καημοί του κόσμου...» Έρχεται το τραγούδι της μέγιστης Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου: «Δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα, σεργιάνισα ένα πρωινό, κι ώσπου να 'ρθει το δειλινό από την άλλη βγήκα…» Έρχεται και ο μέγας συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης: «Μια αστραπή η ζωή μας… μα προλαβαίνουμε... έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα…»

Οι μεγαλύτερες αλήθειες λέγονται μέσα από μύθους, χωρίς ωστόσο να έχει καμία σημασία, η ακρίβεια των πραγμάτων. Ένας πάμπλουτος επιχειρηματίας, πήγε στην Μύκονο για διακοπές. Κάνοντας βόλτα στην παραλία, είδε ένα νέο να κάθεται και να ψαρεύει αμέριμνος, με το καλάμι του. Του έκανε εντύπωση η σπιρτάδα στο βλέμμα του και η χαρά στο πρόσωπό του, κυρίως όταν τσιμπούσε ψάρι. Πήγε κοντά του και έπιασε την κουβέντα. Και άρχισε να λέει: «Έχω αμύθητα πλούτη, που ούτε εγώ ξέρω πόσα. Ταξίδευσα και ταξιδεύω σε όλο τον κόσμο με το αεροπλάνο και τα σκάφη μου. Γνώρισα όλους τους ξακουστούς ανθρώπους του κόσμου…» Ο νεαρός χαλαρά απάντησε: «Έχω μια καταπληκτική γυναίκα η οποία με αγαπά. Έχω τρία παιδιά τα οποία λατρεύω. Έχω ένα χωράφι το οποίο καλλιεργώ και παράγω ό,τι θέλω. Και ψαρεύω όποτε μου κάνει κέφι...»

Εντυπωσιασμένος ο βαρύς κύριος, πρότεινε στον νεαρό: «Να βάλω εγώ τα χρήματα και εσύ το χωράφι για να κτίσουμε ένα μεγάλο ξενοδοχείο. Θα αναλάβεις την διεύθυνση του ξενοδοχείου. Θα έχεις εκατοντάδες υπαλλήλους και θα γίνεις σε λίγα χρόνια πλούσιος όπως εγώ». Ο νέος αντί απάντησης υπέβαλε μια απλή ερώτηση στον πλούσιο. «Και μετά τι θα κάνω, όταν θα γίνω πλούσιος.» Η απάντηση χωρίς δεύτερη σκέψη: «Θα κάνεις βόλτες στην παραλία και θα απολαμβάνεις το χόμπι σου, να ψαρεύεις...» Και ο νέος ανταπάντησε με ένα πλατύ χαμόγελο: «Καλά αφού από τώρα, απολαμβάνω το χόμπι μου, η οικογένειά μου έχει ό,τι θέλει, γιατί θα πρέπει να μπλεχτώ σε τόσες περιπέτειες;» Ο πλούσιος δεν είχε απάντηση και μονολόγησε ότι: «ο νέος είναι τελικά πιο πλούσιος από εμένα, έστω και αν άσπρισαν τα μαλλιά μου, έστω και αν μπορώ και διατάζω χιλιάδες ανθρώπους…».

Αδελφικός φίλος, ο οποίος ζει εδώ και πάρα πολλά χρόνια στην φτωχή Νικαράγουα -ερωτικός μετανάστης- βρέθηκε για λίγο στην πατρίδα του, στο αγαπημένο του νησί. Θυμόταν τα δύσκολα χρόνια της εισβολής και δεν έκρυβε την χαρά του, για τον πλούτο και την καλοπέραση, των νεότερων γενιών. Μεταξύ μεζέδων και της αγαπημένης του ζιβανίας, άρχισε να μιλά για τα βάσανα των Νικαραγουανών, οι οποίοι δεν έχουν νοσοκομεία και τα μόνα τα οποία ξέρουν είναι τα παυσίπονα. Και αν χρειαστεί να πάνε σε νοσοκομείο, συνήθως θα πρέπει να ταξιδεύσουν για πολλές ώρες ή και μέρες, είτε με άλογα, είτε με λεωφορεία. Ωστόσο, εκεί οι άνθρωποι είναι χαρούμενοι, προσεύχονται, οι οικογένειες ζουν ομαδικά και ο ένας βοηθά τον άλλο. Ο καλός φίλος δεν έκρυψε και την θλίψη του, για τα κατεβασμένα μούτρα πολλών νέων ανθρώπων, για τα ψυχολογικά προβλήματα τα οποία συνάντησε σε πλούσιους φίλους του και για την καθημερινή τρέλα στους δρόμους. Και κατέληξε λέγοντας ότι προτιμά την φτωχή αλλά χαρούμενη Νικαράγουα, από την πλούσια αλλά και θλιμμένη Κύπρο.

Ο ωραίος τρελός του ελληνικού κινηματογράφου, ο καλός άνθρωπος, ο Θανάσης Βέγγος, τα είπε όλα: «Έπρεπε να γεράσω, αγόρι μου, για να μάθω τι είναι ευτυχία. Τελικά ευτυχία είναι ένα ζευγάρι χέρια, δύο χέρια… Αυτά που θα σε αγκαλιάσουν, θα σε κρατήσουν, θα σε κοιμίσουν, θα σε περιποιηθούν, θα σου μαγειρέψουν, θα σε χαϊδέψουν και στο τέλος θα σου κλείσουν τα μάτια. Τα πολλά χέρια απλά σε κατσιάζουν… Χάσιμο χρόνου. Θα το δεις κι εσύ όσο μεγαλώνεις…» Αυτό το οποίο τελικά μένει είναι οι στιγμούλες της ειρήνης, της ψυχής και της χαράς του σώματος. Οι στιγμούλες ευτυχίας, οι οποίες δεν μπορούν να αγοραστούν ούτε με τα πλούτη όλου του κόσμου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Καπαρή

Παναγιώτης Καπαρής: Τελευταία Ενημέρωση