ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ένα βαθύ κι εξαίσιο βράδυ*

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

«Ακούς την ησυχία;» είπε σιγανά, απάντηση δεν πήρε, και συνέχισε να κοιτάζει το φως που έπεφτε στη θάλασσα, το φεγγάρι ήταν σχεδόν γεμάτο, και έμοιαζε και αυτό να έχει φωνή, και να μιλούσε με το φως του, σαν να καβγάδιζε το φως με το νερό, μιας και το ελαφρύ αεράκι που φυσούσε σήκωνε μικρά κύματα. Προφανώς κάτι ψιθύριζε το φως στο νερό και ο αέρας δεν συμφωνούσε. «Ακούς τη σιωπή;», ξαναρώτησε, περιμένοντας αυτή τη φορά να λάβει απάντηση.

Το αεράκι που φυσούσε είχε αρχίσει να γίνεται πιο δύστροπο, δυνάμωνε και κόκκοι άμμου, ανεπαίσθητα, έμπαιναν στα μάτια, τα κύματα γινόντουσαν πιο μεγάλα, και το φως ταραζόταν πάνω στο νερό. Έμοιαζε να προσπαθεί να αγκαλιάσει τα πλάσματα της θάλασσας, να τα περιτυλίξει με το πέπλο του. Τελικά, το αεράκι βοηθούσε το νερό να απλώσει το πέπλο του ή όχι; Δεν καταλάβαινε, μόνο σταθερό σημείο ήταν το φεγγάρι, ατάραχο, αναπαυμένο στην επωφελή ημιτέλειά του, δεν χάριζε όλο του το φως, δεν έδειχνε όλη τη δύναμή του. Ήξερε να φυλάει καλά το φως του, να το αφήνει να λούζεται με τη γη μερικές φορές μόνο τον χρόνο. Πολύτιμο του είπαν κάποτε οι θεοί ότι είναι το φως του, κόρες λούζονται με αυτό, ποιητές γράφουν ποιήματα γι’ αυτό ή δι’ αυτού. Πάντα, έλεγε στους θεούς ότι ο ήλιος φωνάζει, και ότι μόνο αυτό ήξερε πώς να μένει σιωπηλό, «το ξέρεις ότι το φως του φεγγαριού μού χαϊδεύει τα μάτια;». Αισθανόταν το χάιδεμα, όχι μόνο στα μάτια, αλλά σε ολόκληρο το σώμα, και η τραχύτητα των κόκκων της άμμου, έμοιαζε με οίστρο, ενοχλούσε και ταυτόχρονα εξέγειρε τις αισθήσεις, «Λες γι’ αυτό εγώ να μπορώ να ακούω τη σιωπή;», ξαναρώτησε με την ελπίδα ότι αυτή την τρίτη φορά θα έπαιρνε απάντηση. Του κάκου, καμία απόκριση. Το αεράκι έκανε τα παιχνίδια του με το φως, το νερό έδειχνε τη δύναμή του, αν και αυτό καλά ήξερε ότι μόνο του δεν μπορεί να σηκώσει κύμα. Έπαιζαν αρμονικά το φως με το νερό και το αεράκι έδινε τον τόνο, άλλοτε φυσούσε δυνατά και τάραζε το νερό και το φως του φεγγαριού, τους έλεγε αγκαλιαστείτε, αγαπηθείτε και άλλοτε σιγανά-σιγανά τα χώριζε, «ακούς το τραγούδι του φεγγαριού;» «Αερικό, αερικό, λένε την κόρη π’ αγαπώ».

Ξάφνου, κοίταξε πέρα από τον ορίζοντα της θάλασσας, σήκωσε το βλέμμα πιο ψηλά, και είδε τα αστέρια να έχουν στήσει χορό, ακίνητα όπως ήταν στην απεραντότητα του σύμπαντος, «μερικά, ξέρεις, ζούνε για λίγο μόνο, έχουν και όνομα δικό τους», είπε ξανά, και τούτη τη φορά δεν περίμενε απάντηση, διάττουσες στιγμές, απειροελάχιστες στον χρόνο. Έμοιαζε το φως να μη φτάνει στα αστέρια, μα δεν το χρειαζόντουσαν κιόλας, είχαν τη δική τους αδύναμη δύναμη, να φέγγουν τους εαυτούς τους και το φως αλλουνού να μην έχουν ανάγκη. «Μα είναι δύναμη, δεν νομίζεις;». Μόνος σου να περπατείς και το φως αλλουνού να μην ακολουθείς… Μα καμιά φορά στο λιγοστό σου φως μπορείς και να πνιγείς, γι’ αυτό ούτε στο λυκαυγές σου να αφεθείς ούτε και το με θάμπος του άλλου να λούσεις τα μαλλιά σου και την ψυχή σου.

«Ακούς την ησυχία, εκείνα τα κύματα πώς παφλάζουν, σαν να θέλει το νερό να διώξει το φως του φεγγαριού από πάνω του». Το καθαρό νερό όμως είχε ντυθεί το καθαρό φως του φεγγαριού, ποσώς δεν ήθελε να το ξεφορτωθεί, και το αεράκι συνωμοτούσε γι’ αυτό, «πώς γίνεται το καθαρό νερό να θέλει να διώξει το κρυστάλλινο ασημένιο φως, γιατί να θέλει να μείνει ανόθευτο». Ενέργεια, υπόγειο ρεύμα, δύναμη, φως, συνύπαρξη αισθήσεων και ακρόαση μιας περίεργης φυσικής ησυχίας. «Σίγουρα ακούς την ησυχία, σίγουρα χορεύεις στον χορό των άστρων. Οπωσδήποτε βλέπεις την Πούλια και τον Αυγερινό στον τρελό χορό τους και τους απολαμβάνεις». Ο ήχος της σιωπής είναι όμορφος, είναι λύτρωση από τις φωνές της μέρας και τις φωνασκίες του ήλιου, έτσι είπε το φεγγάρι κάποτε στους θεούς, το δικό μου φως που δεν το μοιράζω σε χρυσούς δίσκους, μα σε αργυρά τάσια, και άλλοτε τα γεμίζω μέχρι απάνω, και άλλοτε τα μισογεμίζω. «Ακούω τη σιωπή, χορεύω και εγώ με τη Πούλια, και ζηλεύει ο Αυγερινός, λούζομαι το φως του φεγγαριού και ξεπλένομαι από το νερό της θάλασσας, και μετά ολόδροσο το αεράκι με στεγνώνει… Ξάπλωσε κι εσύ δίπλα μου, κοίτα, μας γέμισε το τάσι ολάργυρες μυρωδιές για να έχουμε να θυμόμαστε τους ήχους της σιωπής».

*Από το ομώνυμο ποίημα του Ν. Λαπαθιώτη.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Απόστολος Κουρουπάκης: Τελευταία Ενημέρωση

X