
Του Απόστολου Κουρουπάκη
Η παράσταση «Win-Win» των Στέλιου Θεοχάρους και Χριστίνας Βραχίμη, σε σκηνοθεσία Στέλιου Θεοχάρους, ανέβηκε υπό μορφή σκηνοθετημένου αναλογίου στο Κτήριον 53 - Πυρήνας Πειραματικών Τεχνών Λευκωσίας, με τον Γιώργο Αναγιωτό και την Αντωνία Χαραλάμπους επί σκηνής. Όπως σημειώνεται στο δελτίο Τύπου το έργο καταπιάνεται με τον έλεγχο που ασκεί το σύστημα στις ζωές μας μέσω της πληροφορίας, των ΜΜΕ και της ψυχολογικής χειραγώγησης. Στην παράσταση δύο άνθρωποι τίθενται σε υποχρεωτική καραντίνα, αφότου έχει ξεσπάσει μια νέα υγειονομική κρίση, όπως αυτή που ζήσαμε προ ετών. Σε δύο δωμάτια ενός ξενοδοχείου καραντίνας μία νεαρή κοπέλα και ένας μυστηριώδης άνδρας περνάνε πέντε μέρες, κατά τις οποίες εκτυλίσσεται μία αλυσίδα γεγονότων που ορίζουν το έργο… μέσα σε ένα κλίμα άγχους και ανασφάλειας.
Ομολογώ πως παρακολούθησα το σκηνοθετημένο αυτό αναλόγιο με αμηχανία. Κυρίως γιατί αισθανόμουν πως από το κείμενο απουσίαζε το απαραίτητο βάθος, ώστε να μπορέσω να εμβυθιστώ στο σύμπαν των ηρώων του. Να δω πέρα από τα προφανή πώς η πληροφορία χειραγωγεί τις ζωές μας και πώς το σύστημα εξυπηρετείται από αυτή. Επίσης, ενώ η ατμόσφαιρα της παράστασης εξέφραζε ένα δυστοπικό, για τα δεδομένα της κανονικότητάς μας πρίσμα, το ίδιο το κείμενο άφηνε μετέωρο αυτό το συναίσθημα στον θεατή. Το περικείμενο αναμενόμενο, με αποτέλεσμα οι δύο ήρωες να παρουσιάζονται επί σκηνής σχεδόν στερεοτυπικοί, με τους ηθοποιούς (Αναγιωτός και Χαραλάμπους) να εφαρμόζουν οικεία σε αυτούς υποκριτικά εργαλεία ώστε να εκφράζεται το ποιόν του χαρακτήρα που υποδύονταν, χωρίς όμως να δημιουργείται στον θεατή η αίσθηση του ψυχολογικού δράματος. Θεωρώ πως η σκηνοθεσία του Στέλιου Θεοχάρους δεν βοήθησε να καλλιεργηθεί υποκριτικά το απαραίτητο ψυχολογικό και αστυνομικό βάθος της παράστασης στους ηθοποιούς. Να ενταθεί η αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι να κυλίσει η αστυνομική υπόθεση. Μην ξεχνάμε πως η ίδια η θεματική του κειμένου είναι ζώσα κατάσταση για ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας, είναι τρόπος ζωής, άρα πρωτίστως το κείμενο θα έπρεπε να τηρεί μια «επιτήδεια ουδετερότητα», και σε δεύτερο επίπεδο η σκηνοθεσία και οι ερμηνείες να είναι λιγότερο προβλέψιμες. Ενδιαφέρουσα η μουσική σύνθεση και τα ηχοτοπία από τον Γιώργο Καλογήρου, όπως και ο σχεδιασμός φωτισμού του Μάριου Κωνσταντίνου, που όπως ανέφερα δημιουργούσε την ατμόσφαιρα.
Αντιλαμβάνομαι πως πρόκειται για ένα θεατρικό συγγραφικό εγχείρημα που προσπαθεί να διαχειριστεί ένα διαχρονικό πρόβλημα, αυτό της ψυχολογικής χειραγώγησης από την πληροφορία που απολύουν Μέσα Ενημέρωσης και εξουσιαστικοί φορείς, που όμως με την εξέλιξη της τεχνολογίας έχει επιταθεί, με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να έχουν το μερίδιό τους. Το δίλημμα μεταξύ ηθικής και εύκολου κέρδους… αλλά για ποια ηθική μιλάμε το 2025;
Η υπόθεση του έργου είναι εκεί έξω, τη ζούμε όλοι γι’ αυτό λοιπόν τον λόγο θεωρώ πως τέτοια εγχειρήματα πρέπει να τυγχάνουν μεγαλύτερης επεξεργασίας, ώστε να μπορεί ο θεατής να δει μεν την αντανάκλαση της κοινωνίας, ταυτόχρονα όμως να έχει τη δυνατότητα της απόστασης από το φαινόμενο, ώστε να το δει ως παρατηρητής, παρατηρητής ενός συστήματος που ίσως και ο ίδιος να συντηρεί. Ζούμε σε κοινωνίες που σε ολόκληρο τον κόσμο βιώνουν τεκτονικές αλλαγές, που ζουν στην απάθεια και στον φόβο. Θα είχε ενδιαφέρον να έβλεπα στο Win-Win πώς ζυγίζεται το δίλημμα και να αναρωτιόμουν για το ποια είναι η σχέση εξάρτησης πολιτικών και κοινωνίας, αντί να την παρακολουθώ να εκτυλίσσεται μπροστά μου.