ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Καλό Παράδεισο, μακριά από τη δική μας κόλαση

Της Ελένης Ξένου

Της Ελένης Ξένου

twitter

Εδώ και μέρες δεν λέει να φύγει από το μυαλό μου η εικόνα της. Έτσι όπως την είδα να περνάει βιαστικά από τα σόσιαλ μήντια και να προσπερνιέται από τις άλλες πιο «ενδιαφέρουσες» ειδήσεις –εκείνες που δεν σε φέρνουν αντιμέτωπο με τα βαθύτερα ερωτηματικά– ώστε να καταλήξει ένα ακόμα σκρολ για να σβηστεί άρον-άρον από τη συνείδησή μας. Την είδα με το κεφάλι γερμένο ελαφρώς προς τα αριστερά και τα μάτια της να με κοιτάνε κατάματα συμπυκνώνοντας μέσα σ’ αυτό το σκούρο βλέμμα όλη την ήττα της ανθρωπιάς μας. Τη λέγανε Μαρούλα Κυριάκου, έμαθα αργότερα. Ήτανε 79 χρονών. Καρκινοπαθής, με άνοια και με συνθήκες ζωής που ούτε στο χειρότερό του εφιάλτη δεν θέλει κανείς να τις αντιμετωπίσει (ψυχική ασθένεια, θάνατοι και άλλα πολλά). Βρέθηκε νεκρή, λίγα μέτρα έξω από το Γενικό Νοσοκομείου Λεμεσού. Βρέθηκε –είπανε τα μονόστηλα– σε κατάσταση τυμπανισμού. Μόνο τόσος χώρος της παραχωρήθηκε από τη σημαντικότητα της επικαιρότητάς μας. Δεν προσφερότανε βλέπετε η περίπτωσή της για βάιραλ συγκινήσεις. Για τίποτα προφανώς δεν προσφερότανε ο θάνατός της αφού δεν δικαίωνε την αβάσταχτη φαιδρότητα της σκέψης μας.

Την πρώτη του Αυγούστου μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείου, αφού πρώτα βρέθηκε αποπροσανατολισμένη στο κέντρο της Λεμεσού. Εξετάστηκε και της δόθηκε εξιτήριο. Χάθηκε ξανά, κανείς ωστόσο δεν την γύρεψε παρά μόνο 72 ώρες μετά. Βρέθηκε νεκρή στις 6 του Αυγούστου κοντά στο Νοσοκομείο. Κανείς δεν ξέρει από τι πέθανε, τι πέρασε πριν πεθάνει μόνη και κοινωνικά εγκαταλελειμμένη. Δεν χρειάζεται, ωστόσο, μια τέτοια γνώση για να υποψιαστεί, όποιος θέλει να παραμένει υποψιασμένος, πώς σε αυτή την μοναξιασμένη διαδρομή της, από τον αποπροσανατολισμό μέχρι τον θάνατό της, εμπερικλείεται η απώλεια της δικής μας ανθρωπιάς και το μέγεθος του δικού μας αποπροσανατολισμού. Και αυτή είναι η αδυσώπητη αλήθεια. Πώς στη δική της αποσύνθεση, εκείνο που βρωμάει είναι τα νεκρά κύτταρα του δικού μας εγκεφάλου.

Δεν είμαστε μια χώρα των δεκάδων εκατομμυρίων όπου ενδεχομένως δύσκολα μπορεί να ελεγχθεί η κοινωνική ανισορροπία και να υπάρξει το οποιοδήποτε συγχωροχάρτι για μια τόσο αδιανόητη περίπτωση κοινωνικής εγκατάλειψης. Είμαστε ένα νησί-όσο κι αν ηθελημένα το ξεχνάμε –κάποιων χιλιάδων κατοίκων, το οποίο συν τοις άλλοις είναι και μοιρασμένο. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν ένας άνθρωπος να αφήνεται να πεθαίνει μόνος και ξεχασμένος; Πώς είναι δυνατόν να μην υπάρχει η κρατική πρόνοια που να απαλύνει τις βασανισμένες ζωές και να αποτρέπει τους μοναξιασμένους θανάτους; Πώς είναι δυνατόν να αφήνεται έστω και ένας άνθρωπος στο έλεος της μοίρας του και εμείς να μην συγκλονιζόμαστε συθέμελα; Πώς είναι δυνατόν να κοιμάται ήσυχος τα βράδια ακόμα και ο τελευταίος πολιτικός ή ακόμα χειρότερα ο τελευταίος παπάς, όταν η ζωή της Μαρούλας Κυριάκου έχει αυτό τον επίλογο; Πώς είναι δυνατόν να μην διερωτόμαστε καν γιατί έχουμε καταντήσει έτσι σαν κοινωνία, όταν ένας τέτοιος θάνατος τρίβει μέσα στη μούρη μας όλα τα σαθρά και σάπια του ξεστρατισμένου τρόπου ζωής μας; Πώς είναι δυνατό να στριμώχνουμε τη βασανισμένη ζωή της Μαρούλας Κυριάκου και τον τραγικό θάνατο της μέσα σε μονόστηλα, τα οποία την επομένη κιόλας μέρα τα ξεχνάμε, μήπως και ξεβολευτούμε από την καλοκαιριάτικη ραστώνη μας; Πώς είναι δυνατόν να αναπνέουμε ακόμα την μπόχα μας χωρίς να μας ενοχλεί; Πώς είναι δυνατό να παριστάνουμε τους άμοιρους ευθυνών όταν οι ίδιες οι ευθύνες μας μας κοιτούν κατάματα μέσα από τα μάτια ανθρώπων που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και για τους οποίους εμείς οι ίδιοι δεν φροντίσαμε να φτιάξουμε ένα κράτος που να γνοιάζεται; Και τελευταίο ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν να μην αντιλαμβανόμαστε ότι όταν έστω και ένας άνθρωπος πεθαίνει μόνος και ξεχασμένος στο δρόμο, τότε αυτό σημαίνει πως έχουμε όλοι μας αποτύχει σαν κοινωνία και σαν άνθρωποι;

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Ελένης Ξένου

Ελένη Ξένου: Τελευταία Ενημέρωση