ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Η κρίση της εκπαίδευσης (Ι)

Του Παναγιώτη Χριστιά

Του Παναγιώτη Χριστιά

Βανδαλισμοί σχολείων, σεξουαλικά εγκλήματα που διαπράττουν ανήλικοι εις βάρος ανηλίκων εντός του σχολικού περιβάλλοντος, σχολικός και εξωσχολικός, διαδικτυακός εκφοβισμός, κοινωνικός αποκλεισμός μαθητών και μαθητριών από συμμαθητές και συμμαθήτριες εντός του σχολείου και της τάξης, είναι μερικά από τα ορατά συμπτώματα της κρίσης που μαστίζει την εκπαίδευση τα τελευταία χρόνια. Πολλοί είναι εκείνοι που σπεύδουν να ενοχοποιήσουν την πανδημία και την απορρύθμιση της διαδικασίας κοινωνικοποίησης των μαθητών ή τη σύγχρονη οικογένεια και την ανοχή των γονέων στην μικροπαραβατικότητα των παιδιών τους. Άλλοι πάλι κατηγορούν την «προοδευτική» κοινωνία και τον μη τιμωρητικό χαρακτήρα των σχολικών θεσμών και της ποινικής δικαιοσύνης. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και όσοι στηλιτεύουν την καθαρά εκπαιδευτική πλευρά του σχολικού συστήματος, σχολιάζοντας αρνητικά κυρίως την πρωτοφανή πτώση των επιδόσεων και των μαθησιακών αποτελεσμάτων. Πολλοί επικρίνουν τις κακές επιλογές παρωχημένων, αν όχι αντιδραστικών, ή και ψευδοπροοδευτικών θεματικών τομέων, οι οποίες αφήνουν παγερά αδιάφορη τη μαθητική νεολαία και την απομακρύνουν από τις σχολικές δραστηριότητες δηλητηριάζοντας τη σχολική καθημερινότητα. Οι περισσότεροι μάλιστα συμφωνούν ότι τα προγράμματα σπουδών της μέσης εκπαίδευσης δεν ανταποκρίνονται στις επαγγελματικές απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας και τις προκλήσεις του μέλλοντος, χωρίς βέβαια να μπορούν να προσδιορίσουν επακριβώς και ομόφωνα ποιες είναι αυτές οι απαιτήσεις και προκλήσεις. Εν πάση περιπτώσει, οι προβληματισμοί αυτοί, όσο ορθοί ή λανθασμένοι κι αν είναι, απομονώνουν το εκπαιδευτικό σύστημα από τις καθολικές κοινωνικές διεργασίες και την ολιστική πραγματικότητα της σύγχρονης κοινωνίας.

Το άρθρο της Hannah Arendt «Η κρίση της εκπαίδευσης» (1954) μοιάζει να έρχεται από ένα μακρινό και ξένο προς τα ευρωπαϊκά πράγματα παρελθόν. Παρόλα αυτά, όποιος το μελετήσει προσεκτικά δεν μπορεί να μην θορυβηθεί από την ομοιότητα των προβλημάτων της αμερικανικής εκπαίδευσης το μακρινό 1954 με εκείνα της ευρωπαϊκής –ελληνικής, κυπριακής και γαλλικής– σήμερα, εβδομήντα χρόνια μετά. Οι ομοιότητες αυτές προέρχονται κυρίως από το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες βρίσκονται σήμερα εκεί όπου βρισκόταν η αμερικανική πριν από μισό αιώνα. Για παράδειγμα, αναφέρει η Arendt, στις Ηνωμένες Πολιτείες, η εκπαίδευση διαδραματίζει έναν θεμελιώδη ρόλο, προωθεί δηλαδή την «αμερικανοποίηση» των παιδιών των μεταναστών. Η εκπαίδευση είναι συνεπώς «ο μόνος τρόπος για να συγχωνευθούν οι εθνοτικές ομάδες σε έναν ενιαίο λαό». Η επιτυχής κοινωνική και πολιτική ένταξη των νεοεισερχόμενων επιτυγχάνεται κυρίως μέσω της εκμάθησης της γλώσσας και της λογοτεχνίας, της ιστορίας και του πολιτισμού. Μόνο σήμερα όμως συνειδητοποιούμε ότι και οι ευρωπαϊκές κοινωνίες μετατρέπονται αναπόφευκτα σε κοινωνίες μεταναστών, τόσο λόγω της τεράστιας μεταναστευτικής πίεσης και της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας, όσο και εξαιτίας των αυξανόμενων αναγκών των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας για εργατικό δυναμικό. Τα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα είναι ανέτοιμα για αυτή τη σημαντική αλλαγή, με αποτέλεσμα να θεωρούν ως δεδομένο κατά την είσοδο στο σχολείο αυτό το οποίο όφειλαν να επιτύχουν με την έξοδο από το σχολείο: την ομαλή ένταξη στην εθνική και ευρωπαϊκή κοινωνία.

Ένα δεύτερο ζήτημα, που μόλις σήμερα γνωρίζει η Ευρώπη, είναι η σύγχυση του δημόσιου και του ιδιωτικού, κάτι το οποίο ίσχυε ήδη στην αμερικανική κοινωνία του 1954. Αποδίδουμε το γεγονός αυτό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος για τον οποίο τα παιδιά μας σήμερα αδυνατούν να περιχαρακώσουν τον καθαρά ιδιωτικό, οικογενειακό τους χώρο, στον οποίο αισθάνονται ασφαλή και αποδεσμευμένα από τις κοινωνικές υποχρεώσεις και συμπεριφορές του δημόσιου χώρου. Το σχολείο, ενώ όφειλε να είναι ο ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα στον ιδιωτικό και τον δημόσιο, οδηγώντας του νέους και τις νέες από τον έναν στον άλλο, στην ουσία αδυνατεί να αποδεσμευθεί από μόδες, συμπεριφορές και νοοτροπίες που επιβάλλονται από τη σύγχυση μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου χώρου. Η δημιουργία ενός «παιδικού κόσμου», ο οποίος δεν είναι ούτε δημόσιος ούτε ιδιωτικός, δεν καλλιεργεί, σύμφωνα με την Arendt «τις απαραίτητες συνθήκες για την ανάπτυξη και την εξέλιξη των παιδιών». Το ότι, για παράδειγμα, δεν επιτρέπεται να θεωρούμε τα παιδιά ως μικρούς ενήλικες δεν θα έπρεπε να μας απαγορεύει να διδάσκουμε στα παιδιά τους δέοντες τρόπους συμπεριφοράς των ενηλίκων στον δημόσιο χώρο.

Τέλος, ένα τρίτο χαρακτηριστικό της αμερικανικής κοινωνίας, ο ακραίος εξισωτισμός της, είναι σήμερα κοινωνική πραγματικότητα και στην Ευρώπη, η οποία, καλώς ή κακώς, λόγω της ιστορίας και του πολιτισμού της αντιστάθηκε σε μορφές γενικευμένης ισότητας. Αν η Αμερική βίωνε το 1954 μια εκπαιδευτική κρίση, γράφει η Arendt, είναι επειδή η πολιτική αυτής της χώρας είναι να εξισώνει όλους τους πολίτες της, καταργώντας τις διαφορές. Ενήλικες και παιδιά, δάσκαλοι και μαθητές, ηλικιωμένοι και νέοι, καλοί και κακοί μαθητές, όλοι τίθενται στο ίδιο επίπεδο, χωρίς καμία ποιοτική διαφοροποίηση. Αυτό οδηγεί σε μια πρωτόγνωρη παρακμή της εξουσίας του σχολείου και υποβάθμιση των εκπαιδευτικών θεσμών. Οι σημερινές ευρωπαϊκές κοινωνίες, ενώ αυτοκατανοούνται ως κοινωνίες της διαφορετικότητας, δεν κατανοούν τη «διαφορετικότητα» ως κάθετη ποιοτική διαφοροποίηση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες ομάδες, παραδείγματος χάριν δασκάλους και μαθητές, γονείς και παιδιά, ενήλικους και ανήλικους, αλλά ως οριζόντια εξομοίωση των πάντων. Η κατάφαση της διαφορετικότητας της κάθε ομάδας είναι η ταύτισή της με όλες τις άλλες. Οι ενήλικες έχουν ευθύνη απέναντι στους νέους να τους οδηγήσουν και να τους προσανατολίσουν σε έναν κόσμο που δεν γνωρίζουν, γράφει η Arendt. Η ανάληψη αυτής της ευθύνης δεν είναι άλλη από την αποδοχή της εξουσίας που έχουν πάνω στα παιδιά τους.

Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Χριστιά

Παναγιώτης Χριστιάς: Τελευταία Ενημέρωση