ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Σε τιμή ευκαιρίας

Χειρόγραφο, Με την Ελένη Ξένου

Της Ελένης Ξένου

Της Ελένης Ξένου

twitter

Είχε πάνω-κάτω την ίδια ηλικία με την δική της, είπε και το είπε με τα μάτια της χαμηλωμένα λες και ήταν η στιγμή να αναλάβει την ευθύνη που της αναλογεί, δεν μπορεί, κάποιο μερίδιο ευθύνης αναλογεί στον καθένα μας που αυτός ο άνθρωπος ήτανε εκεί όπου τον βρήκε, είπε, κανένας άνθρωπος δεν θάπρεπε να είναι εκεί, πόσο μάλλον ένας ηλικιωμένος, ογδόντα και κάτι χρονών.

Θάπρεπε νάναι στο σπίτι του, ένα σπίτι ζεστό το χειμώνα και δροσερό το καλοκαίρι, με παράθυρα που κοιτάζουν απευθείας στο μπλε του Θεού και τοίχους γεμάτους οικογενειακές φωτογραφίες, εκεί θάπρεπε να ήταν. Στεκόταν όμως έξω από το σούπερμαρκετ, είπε, πλάι στα παρατεταγμένα σε σειρά καρότσια, φορούσε ένα φθαρμένο καφέ παντελόνι και το καρό πουκάμισο του ήτανε γεμάτο λεκκέδες, του λείπανε μερικά μπροστινά δόντια και μπόλικα μαλλιά και όσα απέμειναν γύρευαν τρόπους να δραπετεύσουν από πάνω του. Αρχικά δεν τον είδε ή κι’ αν τον είδε δεν τον πρόσεξε, ξαφνικά βρέθηκε μπροστά της, της έκοψε το δρόμο, ήτανε φορτωμένη με σακκούλες, της έπεσε η μια, χύθηκαν δυο ντομάτες και ένα αβοκάντο στο πεζοδρόμιο, έσκυψε και τα μάζεψε πριν επιχειρήσει να το κάνει εκείνος. Τα χέρια του ήτανε πιο γέρικα από τα δικά της, είπε και συνέχισε να έχει το βλέμμα της χαμηλωμένο, υποψιάζομαι πως αν το σήκωνε θα την έπαιρναν τα κλάματα, με κλάματα υποθέτω πως οδήγησε μέχρι το σπίτι μου, δεν μου το επιβεβαιώσε ωστόσο, αυτού του είδους οι παραδοχές την αναστατώνουν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι παλιά, όπως και περιστατικά όμοια με αυτό που προσπαθεί να μου περιγράψει όσο τρώμε μαζί το μεσημεριανό μας.

Ο ηλικιωμένος κύριος που είχε πάνω-κάτω την δική της ηλικία της πρότεινε να της κουβαλήσει τις τσάντες με τα ψώνια παρότι τα χέρια του ήτανε πιο γέρικα, κατακρίβειαν την παρακάλεσε, την είδε καθαρά, είπε, την παράκληση μέσα στα μάτια του, τόσο καθαρά που της ήρθε ζαλάδα, αν γυρίσει ανάποδα ο κόσμος ίσως πάει πίσω στην θέση του ήταν η αντανακλαστική αντίδραση της, ήξερε βέβαια πως και μετά την ζαλάδα τίποτα δεν θα άλλαζε, εκείνη θα παρέμενε με τις τσάντες στα χέρια και κείνος απέναντι της σκυφτός να ελπίζει σε πέντε ψωροδεκάρες. Δεν ήξερε τί να κάνει, να δεχτεί ήταν αδύνατο από την άλλη ήθελε να τον βοηθήσει, πώς να τον βοηθούσε όμως, ποιός ήταν ο καλύτερος τρόπος, δεν ήτανε οι πέντε δεκάρες, ούτε και το κουβάλημα, αυτά δεν τα λογάριαζε βοήθεια αλλά ασυγχώρητη κοροιδία. Λίγα λεπτά αμήχανης σιωπής μετά, ευχαρίστησε τον ηλικιωμένο κύριο, του είπε ότι θα κουβαλήσει μόνη της τα ψώνια, του έδωσε κάποια χρήματα, του ευχήθηκε “ο θεός να τον προσέχει” μιας και δεν απέμεινε κανείς άλλος να το κάνει και προχώρησε προς το αυτοκίνητο της.

Προτού αρχίσει να τακτοποιεί τις τσάντες στο καπό, γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω και τον είδε στο βάθος να μεταφέρει με κόπο τις σακούλες μιας κοπέλας γύρω στα πενήντα που μιλούσε νευρικά στο κινητό της και περπατούσε το ίδιο νευρικά λες και την κυνηγούσαν ξωπίσω όλες της οι αυταπάτες. Ο ηλικιωμένος έμοιαζε έτοιμος να καταρρεύσει, αν κατέρρεε θα έτρεχαν όλοι να δουν τί του έχει συμβεί, και οι πελάτες του σουπερμάρκετ και οι υπαλλήλοι και όσοι τυχαία περνούσανε απέξω, θα καλούσαν καλού-κακού και το ασθενοφόρο, στην ηλικία του καλύτερα να τον εξετάσει ένας γιατρός, θα συμφωνούσαν. Όλα αυτά όμως θα συνέβαιναν μόνο αν κατέρρεε, όσο παρέμενε υπό κατάρρευση καμμία έγνοια για την ετοιμόρροπη ύπαρξη του.

Μπήκε στο αυτοκίνητο της νιώθοντας στο στήθος της όλο το βάρος της πάσχουσας ανθρωπότητας και έφτασε μέχρι το σπίτι μου με τα μάτια θολά, προστάζοντας τον εαυτό της να ξεχάσει το περιστατικό, σε τί θα ωφελούσε άλλωστε να το αφηγηθεί, δεν τα κατάφερε ωστόσο, η “σύγχρονη λιγοψυχία ήταν σήμερα σε τιμή ευκαιρίας” είπε και δεν κατόρθωσε να βάλει στο στόμα της ούτε μισή μπουκιά φαί.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
Κύπρος  | 
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Ελένης Ξένου

Χειρόγραφα: Τελευταία Ενημέρωση

O Καμύ είχε πει ότι «δεν έχουμε το χρόνο να είμαστε αυθεντικοί, έχουμε μόνο το χρόνο να είμαστε ευτυχισμένοι», το ευτυχισμένος ...
Της Ελένης Ξένου
 |  ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ