Του Παναγιώτη Χριστιά
Το ερώτημα δημόσια ή ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι πραγματικό δίλημμα; Σε ένα στρατόπεδο Γάλλων αιχμαλώτων των ναζί μετά τον «ψευτοπόλεμο» του 1939, ο Γάλλος φιλόσοφος Georges Gusdorf βίωσε την αυθεντική εμπειρία της Universitas. Φυλακισμένος σε αυτό το απεχθές μέρος για περισσότερα από τέσσερα χρόνια έζησε το «πανεπιστήμιο» μέσα σε μια αυθεντική ατμόσφαιρα αγωνίας, βίωσε το ανθρώπινο κενό και την απόσυρση από τον κόσμο, την αυθεντική υπέρβαση του εγκόσμιου.
Η εμπειρία του Georges Gusdorf ήταν του εξανθρωπισμού του κόσμου μέσω του Πανεπιστημίου. Σε εκείνο το στρατόπεδο υπήρχαν δάσκαλοι όλων σχεδόν των ειδικοτήτων, καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης καθώς και πανεπιστημιακοί. Μαθηματικά, ιστορία, φιλοσοφία, οικονομία, θεολογία: όλες οι επιστήμες, όλα τα γνωστικά αντικείμενα άρχισαν σταδιακά να οργανώνονται, δίνοντας μορφή σε ένα ιδιόμορφο πανεπιστήμιο, κάτι σαν κρησφύγετο μέσα στην έρημο που προστάτευε το μυαλό από τη φρίκη της καθημερινότητας του στρατοπέδου. Αυτή η εμπειρία, αυτή η μεταμόρφωση του στρατοπέδου σε Universitas, η κοινωνικοποίηση δηλαδή των κρατουμένων μέσω της γνώσης, συνέβαλε στη διαμόρφωση ενός νέου πνεύματος συνάθροισης και συνύπαρξης, ενός νέου είδους πνευματικότητας που αντιστεκόταν στη ναζιστική βαρβαρότητα. Ήταν η ανθρωπιά που εκφράστηκε μέσα σε συνθήκες απώλειας και απόγνωσης.
Για τον Georges Gusdorf, αυτή η εμπειρία δικαιολογεί με τον πιο εύγλωττο τρόπο τον λόγο ύπαρξης του πανεπιστημίου. Κατ’ ουσία ο ανθρώπινος αυτός θεσμός προσπάθησε να υπερβεί το ανθρώπινο στοιχείο και να καταστεί τόσο ισχυρός ώστε να συγκρατεί τις δυνάμεις της φθοράς και της εξόντωσης. Είναι επίσης η ιδέα ενός πανεπιστημίου αυτόνομου και αυτο-οργανωμένου, που δεν εξυπηρετεί άλλο σκοπό από αυτόν της ανάταξης του πνεύματος των «δεσμωτών», όπως περιγράφονται στην εικόνα της σπηλιάς του Πλάτωνα. Τόσο το γερμανικό πανεπιστήμιο του 19ου αιώνα όσο και το αμερικανικό του 20ού αιώνα εμπνεύστηκαν εν μέρει από παρόμοια ιδανικά, με τη μόνη διαφορά ότι τέθηκαν εξ αρχής στην υπηρεσία ενός εθνικού ιδεώδους σε διαρκή ανταγωνισμό με άλλα εθνικά ιδεώδη.
Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζονται δύο σημαντικοί εκπρόσωποι των δύο πανεπιστημιακών παραδόσεων, ο Max Weber και ο Allan Bloom. Στο άρθρο του «Η Γερμανία ανάμεσα στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά έθνη», δημοσιευμένο τον Οκτώβριο του 1916, ο Γερμανός κοινωνιολόγος σχολιάζει: «Δεν είναι οι Ελβετοί, οι Δανοί, οι Ολλανδοί ή οι Νορβηγοί που θα λογοδοτήσουν στις μελλοντικές γενιές για την κατάσταση της εκπαίδευσης και του πολιτισμού (Gestaltung) στη γη. Δεν είναι αυτοί που θα επικριθούν, όταν το δυτικό μισό του πλανήτη μας εγκαταλειφθεί αμαχητί, σαν να μην υπήρχε τίποτα καλύτερο από τη ρωσική γραφειοκρατία και τις συμβάσεις της αγγλοσαξονικής κοινωνίας.
Και δικαίως. Γιατί κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τους Ελβετούς, τους Ολλανδούς ή τους Δανούς, μπορεί όμως κάλλιστα να κατηγορήσει εμάς. Για τον λόγο αυτό έπρεπε να γίνουμε κράτος εξουσίας και προκειμένου να έχουμε λόγο στις αποφάσεις που αφορούν το μέλλον της γης έπρεπε να πάμε σε πόλεμο». Η εθνική ή εθνικιστική δήλωση του Weber ανιχνεύεται και στο ακόλουθο απόσπασμα από τη «Συρρίκνωση του αμερικανικού πνεύματος» του Allan Bloom: «Αυτό είναι που μετράει πραγματικά και πρέπει να το θυμόμαστε για να ξέρουμε πώς να υπερασπιστούμε το πανεπιστήμιο.
Αυτή είναι η αμερικανική στιγμή στην παγκόσμια ιστορία, για την οποία θα κριθούμε για πάντα. Όπως ακριβώς στην πολιτική η τύχη της ελευθερίας στον κόσμο εναπόκειται στο καθεστώς μας, έτσι και η τύχη της φιλοσοφίας στον κόσμο εναπόκειται στα πανεπιστήμιά μας, και τα δύο συνδέονται μεταξύ τους όσο ποτέ άλλοτε. Η βαρύτητα της αποστολής μας είναι μεγάλη, και είναι μάλλον αμφίβολο το πώς το μέλλον θα κρίνει τη διαχείρισή μας». Το ερώτημα εδώ δεν είναι αν το γερμανικό είναι το πρότυπο δημόσιο πανεπιστήμιο ή αν τα αμερικανικά πανεπιστήμια είναι «ιδιωτικά». Το ζήτημα είναι ότι, δημόσια ή ιδιωτικά, η raison d’état τους, η μύχια αποστολή τους είναι να προωθήσουν το γερμανικό ή το αμερικανικό πνεύμα. Συνεπώς η ουσιώδης διαφοροποίηση δεν έγκειται στον «δημόσιο» ή τον «ιδιωτικό» χαρακτήρα των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αλλά στον εθνικό «χαρακτήρα» τον οποίο υπηρετούν και τον οποίο προπαγανδίζουν ως πανανθρώπινο.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι σήμερα η επιστημονική έρευνα έχει ξεφύγει από το στενό πλαίσιο του «πανεπιστημίου», αφού η έρευνα αιχμής, είτε για πολιτική είτε για στρατιωτική χρήση, γίνεται στα εργαστήρια μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών και τα αποτελέσματά της αποτελούν επτασφράγιστο μυστικό μέχρι την παραγωγή αγοραίων προϊόντων ή προϊόντων του τρόμου –δυστυχώς, επίσης, αγοραίων. Δημόσια ή ιδιωτικά, τα πανεπιστημιακά ιδρύματα σήμερα αλλάζουν χαρακτήρα μέσα από τον άκρατο μερκαντιλιστικό χαρακτήρα που τα διακρίνει.
Μόνο μικροί πυρήνες αντίστασης στο εσωτερικό τους θυμίζουν το πανανθρώπινο πνεύμα του Gusdorf ή, έστω, τον εθνικό χαρακτήρα ενός πανεπιστημίου εδραιωμένου από τον Humboldt. «Κανείς δεν γνωρίζει ακόμη» έγραφε ο Weber «ποιοι θα κατοικούν στο μέλλον στο κλουβί, ή αν, στο τέλος αυτής της γιγαντιαίας διαδικασίας, θα υπάρξουν εντελώς νέοι προφήτες ή μια αναγέννηση των αρχαίων στοχαστών και ιδανικών ή, τέλος, στην περίπτωση που τίποτα από αυτά δεν συμβεί, μια μηχανική απολίθωση, στολισμένη με ένα είδος σπασμωδικής ματαιοδοξίας. Σε κάθε περίπτωση, για τους ‘τελευταίους ανθρώπους’ αυτής της εξέλιξης του πολιτισμού, αυτά τα λόγια θα μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα: ‘Ειδικοί χωρίς όραμα και ερωτύλοι χωρίς καρδιά: αυτά τα μηδενικά έχουν την εντύπωση ότι έχουν κατακτήσει το ανώτατο βαθμό ανθρωπιάς που έχει επιτευχθεί ποτέ’».
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.