ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Προς έναν νέο σκοταδισμό;

Του Παναγιώτη Χριστιά

Του Παναγιώτη Χριστιά

Οι εικόνες από το Αφγανιστάν μετά την πτώση της Καμπούλ θέτουν επιτακτικά το ερώτημα κατά πόσο πιστεύουμε σήμερα στο όραμα του Διαφωτισμού για μια παγκόσμια ανθρώπινη πολιτεία, αποτελούμενη από δημοκρατικά οργανωμένα έθνη που συνεργάζονται για να αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις σε πλανητικό επίπεδο, όπως η κλιματική αλλαγή και η πανδημική κρίση. Το φιλελεύθερο όραμα του Καντ για «αιώνια ειρήνη» (1796) στηριζόταν στο ότι οι δημοκρατικοί και ελεύθεροι λαοί θα ήταν φιλειρηνικοί, θα κατανοούσαν το έλλογο συμφέρον τους και θα ανέπτυσσαν ένα πλήρες δίκτυο εμπορικών και πολιτισμικών σχέσεων. Ο Γερμανός φιλόσοφος θεωρούσε αδύνατη μια παγκόσμια διακυβέρνηση και την ένωση όλων των λαών κάτω από το ίδιο κράτος. Πίστευε όμως ότι αρκούσε η γενική εφαρμογή των αρχών της δημοκρατίας σε κάθε έθνος χωριστά. Έτσι δεν θα οραματιζόμασταν χίμαιρες, όπως μια παγκόσμια κυβέρνηση του ανθρώπινου γένους, που θα σήμαινε την κατάργηση των εθνών. Τα έθνη, το ένα μετά το άλλο, θα υιοθετούσαν από μόνα τους το δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης, καθώς οι λαοί θα έδιωχναν τους δυνάστες τους και θα αναλάμβαναν την ευθύνη της κυβέρνησής τους. Αυτό από μόνο του αρκούσε για τον Καντ προκειμένου να δημιουργηθεί μια σταθερή και διηνεκής «κοινότητα ειρήνης» μεταξύ των ελεύθερων και δημοκρατικών λαών.

Διακόσια χρόνια μετά τον Καντ, ένας άλλος Γερμανός φιλόσοφος, το 1996, ο Γιούργκεν Χάμπερμας, αναλαμβάνει να επικαιροποιήσει το σχέδιο της αιώνιας ειρήνης στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Κατά τον Χάμπερμας, το νέο κοσμοπολιτικό σύστημα δεν μπορεί να αποφύγει το ερώτημα της διεθνούς νομιμότητας, κάτι που ο Καντ θεωρούσε περιττό. Ούτε τα ανθρώπινα δικαιώματα, ούτε το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, ούτε το δικαίωμα στην ειρήνη, και την ανάπτυξη είναι αυστηρά δικαιώματα. Όσο κι αν η εδραίωση ενός παγκόσμιου πολιτικού πολιτισμού συμβάλλει σημαντικά στην υπεράσπιση και εδραίωση των δικαιωμάτων αυτών, δεν αρκεί από μόνη της. Όσο τα «δικαιώματα» αυτά δεν εδράζονται σε ένα παγκόσμιο σύστημα δικαίου, όσο η διεθνής νομιμότητα δεν βασίζεται σε νόμους που αναγνωρίζονται από ένα κράτος ή μια κοινότητα κρατών και επιβάλλονται από αυτά, δεν είναι από μόνα τους ικανά να υλοποιήσουν την κοσμοπολιτική ουτοπία. Μπορούμε άραγε να οργανώσουμε τη νέα παγκόσμια τάξη μέσω ενός διεθνούς δικαίου που θα στηρίζεται στην ισχυρή θέληση της κοινότητας των δημοκρατικών εθνών για την εφαρμογή του; Όπως λέει ο ίδιος ο Χάμπερμας, αυτή η ουτοπία θα όφειλε να καταφύγει στην ιδέα της «κοινής κληρονομιάς της ανθρωπότητας», η οποία εκφράζει αποσπασματικά «την ανάδυση ενός νέου υποκειμένου του διεθνούς δικαίου, της ανθρωπότητας». Στο όνομα της «κοινής κληρονομιάς», η προστασία των πιο ευάλωτων μειονοτήτων, του οικοσυστήματος ή των μνημείων του παγκόσμιου πολιτισμού θα ήταν επαρκής λόγος για μια σειρά από μέτρα σε πλανητικό επίπεδο. Τα μέτρα αυτά σκοπό θα είχαν να αποτρέψουν, σε πρώτο στάδιο, την παραβίαση των «δικαιωμάτων» των μειονοτήτων, του περιβάλλοντος ή των δικαιωμάτων στην εκπαίδευση, τη γνώση και τον πολιτισμό. Σε ένα δεύτερο στάδιο, η ανάληψη κοινής δράσης της παγκόσμιας κοινότητας θα ήταν αναγκαία για την επιβολή της διεθνούς νομιμότητας, όταν αυτή παραβιάζεται κατάφωρα και κινδυνεύουν εκατομμύρια ζωές.

Ένα από τα παράδοξα των τελευταίων δεκαετιών όμως είναι ότι η ίδια η ιδέα του διεθνούς δικαίου έχει γίνει όλο και πιο προβληματική, καθώς έχει αναπτυχθεί μια νέα παγκόσμια προσέγγιση της πολιτικής και της οικονομίας. Με απλά λόγια, η αρχή τηςδιαπραγμάτευσης υποκαθιστά την αρχή του δικαίου. Με κυνικό τρόπο, η προστασία εκατομμυρίων γυναικών από την τυραννία και τη βαναυσότητα των Ταλιμπάν αντί να αποτελέσει αυτοσκοπό, αποτελεί απλά μέρος μιας αέναης διαπραγμάτευσης των διαφόρων εμπλεκόμενων δυνάμεων. Το διεθνές καθεστώς όχι μόνο δεν διέπεται από αρχές δικαίου αλλά επανέρχεται κυνικά σε έναν νέο φεουδαλισμό, όπου ο κάθε τοπικός, περιφερειακός ή παγκόσμιος άρχοντας κάνει όσα του επιτρέπει η πολιτική ισχύς του στα διεθνή φόρα και η στρατιωτική του δύναμη στα μέτωπα του πολέμου. Στο όνομα της παγκόσμιας οικονομίας και του παγκόσμιου εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών, τα δημοκρατικά έθνη έχουν, πολύ πριν την πτώση της Καμπούλ, ντε φάκτο αποδεχθεί την παγκόσμια μη δημοκρατική τάξη πραγμάτων. Βρίσκονται σήμερα στη σχιζοφρενική κατάσταση να βασίζουν την αειφόρο πλανητική πολιτική, οικονομική και περιβαλλοντική ανάπτυξη σε αρχές που γνωρίζουν ότι είναι αντίθετες στην ανάπτυξη αυτή. Τα δημοκρατικά έθνη έχουν εγκαταλείψει τις αρχές του Διαφωτισμού, στις οποίες ο Καντ και ο Χάμπερμας βάσιζαν τις ελπίδες τους για μια αιώνια ειρήνη. Έχουν επίσης εγκαταλείψει τον λόγο και το αδιαπραγμάτευτο δίκαιο που απορρέει από αυτόν. Την ίδια στιγμή έχουν ενστερνισθεί σε τέτοιο βαθμό τη διεθνή ανομία, που αργά, αλλά σταθερά, την εισάγουν και εντός των συνόρων τους. Αδυνατούν να θέσουν ξεκάθαρους στόχους, βασισμένους σε ξεκάθαρες αρχές και να κινητοποιήσουν την πολιτική τους ισχύ και τη στρατιωτική τους δύναμη αν χρειαστεί για να τους επιτύχουν. Οι κυβερνήσεις των «δημοκρατικών» εθνών αδυνατούν να θέσουν προτεραιότητες καθιστώντας την προστασία των «δικαιωμάτων» ως αυτοσκοπό για τον οποίο όλα τα υπόλοιπα είναι μέσα. Αντίθετα, όλα είναι υπό αέναη διαπραγμάτευση στα εσωτερικά και τα διεθνή παζάρια. Η στάση αυτή δεν είναι τωρινή. Είναι προϊόν πολιτισμικών και πολιτικών ζυμώσεων μισού αιώνα στις δυτικές κοινωνίες, εγκλωβισμένες ανάμεσα στην ατολμία και τη στείρα αυτοκριτική.

Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου και εταίρος του ερευνητικού κέντρου «Ευρωπαϊκές Δυναμικές» του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Χριστιά

Παναγιώτης Χριστιάς: Τελευταία Ενημέρωση