ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Τα όρια της ερμηνείας

ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΑ

Του Παναγιώτη Χριστιά

Του Παναγιώτη Χριστιά

Ο Παναγιώτης Κονδύλης στο έργο του «Ισχύς και απόφαση» ανέφερε ότι κυρίαρχος είναι εκείνος που ερμηνεύει δεσμευτικά τον νόμο. Ο νόμος, όπως μας διδάσκει ο Μοντεσκιέ, προκύπτει από τη θετική έκφραση του ρευστού πλαισίου των εθιμοτυπικών κανόνων ενός κοινωνικού συνόλου. Είναι η νομοθετικού τύπου συστηματοποίηση των εν ισχύι κοινωνικών θεσμών, αξιών και θεμιτών και αθέμιτων συμπεριφορών. Αποτελεί προϊόν της πολυσύνθετης διαδικασίας συνύπαρξης και αλληλεπίδρασης μεταξύ των πολιτών που ζουν σε έναν τόπο μια δεδομένη ιστορική περίοδο.

Η επιβολή ενός τέτοιου συστήματος σε έναν μεγάλο πληθυσμό δεν είναι εύκολη υπόθεση. Στο κεφάλαιό του για τον νομοθέτη, ο Ρουσσώ έγραφε χαρακτηριστικά ότι ο Μωυσής, για να πείσει τον λαό του Ισραήλ να δεχθεί τον γραπτό του νόμο, έπρεπε να τους πείσει ότι είναι θεόσταλτος. Έπρεπε να πειστούν, πρώτον, ότι υπάρχει νόμος, θείος και απόλυτος, και, δεύτερον, ότι εκείνος είναι ο ικανός ερμηνευτής του.

Η ίδια διαδικασία επαναλαμβάνεται και με τους διαφωτιστές. Έπρεπε πρώτα να πείσουν ότι πηγή του νόμου είναι ο λόγος και έπειτα ότι αυτοί είναι οι εγκυρότεροι ερμηνευτές του. Το ίδιο συνέβη και με την ιστορική σχολή, η οποία άσκησε κριτική στους «λογοκράτες», πρεσβεύοντας ότι ο νόμος είναι προϊόν της ιστορικής εμπειρίας ενός λαού, καθώς και της προφορικής ή και γραπτής του παράδοσης. Αφού έπεισαν για το τελευταίο, στη συνέχεια έπρεπε να πείσουν ότι οι εκπρόσωποι της σχολής αυτής ήταν και οι ικανότεροι να ερμηνεύσουν την εμπειρική συλλογική φρόνηση και παράδοση. Σε αυτό το επίπεδο της ερμηνείας, το πολιτικο-φιλοσοφικό, στο οποίο αναφέρεται και ο Κονδύλης, το ζητούμενο είναι η παραγωγή του οιονεί συνταγματικού πλαισίου στο οποίο θα κινηθεί το νομικό σύστημα ενός έθνους κράτους. Η ερμηνεία αυτού του επιπέδου λαμβάνει χώρα κατά τεκμήριο κατά τη διάρκεια σημαντικών ιστορικών ζυμώσεων και κοινωνικού αναβρασμού στη ζωή ενός έθνους. Τέτοιες στιγμές υπήρξαν η αμερικανική και η γαλλική επανάσταση, οι οποίες και καθόρισαν το φιλοσοφικό και συνταγματικό πλαίσιο των Νέων Χρόνων.

Το πρώτο αυτό επίπεδο ερμηνείας ακολουθείται αναγκαστικά από ένα δεύτερο. Οι νόμοι είναι γενικές προτάσεις που στη συνέχεια εφαρμόζονται σε ειδικές, συγκεκριμένες περιπτώσεις. Αυτό γίνεται είτε από τη νομοθετική εξουσία, η οποία εξειδικεύει και εκσυγχρονίζει το υπάρχον δίκαιο, είτε από την εκτελεστική, όταν ασκεί οιονεί νομοθετική εξουσία, όπως στην περίπτωση των διαταγμάτων. Μπορεί τέλος να γίνει από τη δικαστική εξουσία κατά την απόδοση της δικαιοσύνης στα δικαστήρια. Ωστόσο, η δεύτερη αυτή ερμηνευτική διαδικασία είναι πιο ελεγχόμενη από την πρώτη. Ακολουθεί συγκεκριμένες αρχές και κανόνες, δεν είναι αυθαίρετη ούτε και στηρίζεται στον Θεό, τον λόγο ή την ιστορία. Πρόκειται για κανόνες και ερμηνευτικές αρχές που άπτονται της νομικής επιστήμης και όχι της πολιτικής φιλοσοφίας. Το τρίτο και πιο κοντινό στους κυβερνώμενους επίπεδο είναι αυτό της καθημερινής χρήσης των νόμων, των κανόνων και των κανονισμών. Πρόκειται στην ουσία για την κοινωνική οικειοποίηση του κανονιστικού πλαισίου λειτουργίας του κράτους δικαίου.Το τελευταίο αυτό επίπεδο είναι πολυσχιδές, καθώς προϋποθέτει το σύνολο των λειτουργιών του κράτους και της κοινωνίας των πολιτών. Λόγω της υφής της ερμηνευτικής πράξης, δύο ζητήματα προκύπτουν σε αυτό το σημείο.

Το πρώτο είναι εκείνο της αρμοδιότητας του ερμηνευτή, ποιος δηλαδή καλείται να ερμηνεύσει τον νόμο ή τίνος δικαιοδοσία είναι η ερμηνεία του νόμου. Αυτό οδηγεί συνήθως σε έριδες, οι οποίες μόνο κατ’ όνομα είναι ερμηνευτικές. Είναι κατ’ ουσίαν πολιτικές και αφορούν τη θέση ισχύος του κάθε επίδοξου ερμηνευτή. Πρόκειται για μάχη επιβολής των θέσεων μιας συγκεκριμένης παράταξης είτε εντός συγκεκριμένων θεσμών είτε στο σύνολο της κοινωνίας. Στη μάχη αυτή επιστρατεύονται συνήθως εκ νέου πολιτικο-φιλοσοφικά επιχειρήματα, που σκοπό έχουν να πείσουν για μια διαφορετική ή και εκ διαμέτρου αντίθετη στο πνεύμα του νόμου εφαρμογή του. Η μάχη αυτή μπορεί να εννοηθεί και ως ενεργός αντίσταση των κυβερνωμένων ή μερίδας αυτών σε ένα απαρχαιωμένο και υπερβολικά περιοριστικό νομικό πλαίσιο. Το αν η πολιτική έριδα περί της ερμηνείας του νόμου στην καθημερινή τριβή με τους θεσμούς είναι θεμιτή ή αθέμιτη σε ένα κράτος δικαίου, θα εξαρτηθεί από το δεύτερο ζήτημα που εγείρεται, πόσο δηλαδή δεσμευτική είναι η ερμηνεία. Στο πλαίσιο του κράτους δικαίου, μια ερμηνεία είναι δεσμευτική τόσο για τους κυβερνώμενους όσο και για τους κυβερνώντες, για όσους δηλαδή ασκούν την οποιαδήποτε εξουσία στο όνομα του κράτους εντός της κοινωνίας των πολιτών. Με άλλα λόγια, μια συγκεκριμένη ερμηνεία του νόμου πρέπει να είναι η μόνη και η χρήση και εφαρμογή της να είναι μοναδική και άρα προβλέψιμη.

Η προβλεψιμότητα της εφαρμογής του νόμου είναι και το κριτήριο της ορθότητας της εκάστοτε ερμηνείας. Αν η προτασσόμενη ερμηνεία συγκεκριμένου νόμου ή κανόνα από συγκεκριμένη αρχή ή παράταξη είναι συστηματικά διαφορετική ανάλογα με την περίσταση, τότε είναι αυθαίρετη και επικίνδυνη. Υποβαθμίζει την ποιότητα του κράτους δικαίου και θέτει σε κίνδυνο τη δημοκρατική τάξη. Στη θεσμική καθημερινότητα των πολιτών, οι ερμηνευτικές αρχές συχνά καταστρατηγούνται στο όνομα ατομικών και λοιπών οργανωμένων συμφερόντων. Η ερμηνευτική επίφαση καλύπτει πολλές φορές παιχνίδια εξουσίας. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης σε αυτό όμως φέρει και ο ίδιος ο νομοθέτης. Προσπαθώντας να καλύψει το γενικό πλαίσιο, ουσιαστικά επιτρέπει τη «δημιουργική ασάφεια» και την αδικοπραξία εις βάρος όλων εκείνων που επαφίενται στην προβλεψιμότητα του νόμου προκειμένου να λειτουργήσουν και να δημιουργήσουν εντός των θεσμών ενός κράτους δικαίου.

 

Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου και εταίρος του ερευνητικού κέντρου «Ευρωπαϊκές Δυναμικές» του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Χριστιά

Παναγιώτης Χριστιάς: Τελευταία Ενημέρωση

X