ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Αντιπροσώπευση και δημοκρατία (ΙI)

Του Παναγιώτη Χριστιά

Του Παναγιώτη Χριστιά

Οι δεκαετίες του 1930 και του 1940 έχουν συνδεθεί τόσο με μια αντιφιλελεύθερη ρητορική όσο και με μια λυσσαλέα μάχη εναντίον της αντιπροσώπευσης και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Οι επικριτές του θεσμού της αντιπροσώπευσης της εποχής εκείνης ταύτιζαν το κοινοβούλιο και τη φιλελεύθερη ολιγαρχία με τον φιλελευθερισμό.

Οι βασικές κριτικές ενός Carl Schmitt, για παράδειγμα, συνοψίζονταν στο γεγονός ότι οι αντιπρόσωποι δεν ήταν πλέον άτομα ικανά για πολιτική σκέψη και πολιτικό διάλογο. Δεν διαλέγονταν ανοιχτά με τους συναδέλφους τους αλλά, έχοντας πάντα προσωπική ατζέντα, είτε υπηρετούσαν τα προσωπικά τους συμφέροντα είτε επεδίωκαν να αποσπάσουν οφέλη για την κλίκα ή την τάξη τους. Η μειωμένη πολιτική αντίληψη των αντιπροσώπων, η ανικανότητα κριτικής σκέψης και εμπέδωσης της λογοκρατικής διαδικασίας του διαλόγου σηματοδοτούσαν για τον Schmitt και τους υποστηρικτές του το τέλος του φιλελεύθερου κοινοβουλευτισμού. Δυστυχώς, τα παραπάνω επιχειρήματα συνετέλεσαν με τον πλέον οδυνηρό τρόπο στην άνοδο των πιο διεφθαρμένων ολοκληρωτικών καθεστώτων. Δεν είναι λίγοι οι στοχαστές που βλέπουν τη σημερινή πολιτική της καταγγελίας του κομματικού συστήματος ως τη θλιβερή επανάληψη της περασμένης, αλλά όχι ξεχασμένης εκείνης εποχής. Αυτό που έχει σημασία εδώ είναι να κατανοήσουμε σε ποιο κοινοβουλευτικό σύστημα στόχευαν οι επικρίσεις της εποχής εκείνης και σε ποιο στοχεύουν σήμερα. Όπως έδειξε ο Bernard Manin, το αντιπροσωπευτικό μας σύστημα δεν είναι ένα και ενιαίο. Ενώ δηλαδή κατά την πρώιμη περίοδό του, το αντιπροσωπευτικό σύστημα ήταν φιλελεύθερο-ολιγαρχικό, κατά την ωριμότητά του, στα μεταπολεμικά κυρίως χρόνια, έγινε κομματικό. Η κριτική των στοχαστών των δεκαετιών του μεσοπολέμου στράφηκε αναφανδόν εναντίον της ολιγαρχικής-φιλελεύθερης μορφής του. Το κοινοβούλιο, που δεν γνώριζε ακόμη τα μεγάλα μαζικά κόμματα, απαρτιζόταν από επιφανείς πολίτες, οι οποίοι και συγκροτούσαν την αριστοκρατία της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών. Με τη λήξη όμως του 19ου αιώνα, η καθολική ψήφος και τα μαζικά κινήματα έδωσαν τέλος στην ολιγαρχική αυτή παράδοση, με αποτέλεσμα στα έδρανα των κοινοβουλίων να εμφανίζονται πλέον πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία προσιδίαζαν μάλλον στον άστατο χαρακτήρα του πλήθους που τους εξέλεγε παρά στον ιδεατό τύπο εθνικού αντιπροσώπου. Τη λύση στο πρόβλημα αυτό έδωσε μεταπολεμικά το σταθερό κομματικό-ιδεολογικό σύστημα. Η φιλελεύθερη αριστοκρατία και ο διάλογος μεταξύ ατόμων στο κοινοβούλιο παρέδωσαν τη σκυτάλη στον κομματικό πλουραλισμό και στον ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό διάλογο μεταξύ των διαφορετικών ιδεολογιών και οραμάτων των κομματικών παρατάξεων. Ήταν οι εποχές παραγωγής πολιτικού λόγου και θεωριών, οραμάτων και κριτικής σκέψης από το σύνολο του πλουραλιστικού πολιτικού συστήματος.

Η δεύτερη αυτή περίοδος άρχισε να φθίνει με την παρακμή της ποιότητας του ιδεολογικού διαλόγου. Έφτασε στο τέλος της, όταν αμβλύνθηκαν οι διαφορές σε τέτοιο σημείο που τα αντίπαλα στρατόπεδα συναντήθηκαν στον χώρο του πολιτικού κέντρου. Ο πάντοτε καίριος Κορνήλιος Καστοριάδης είχε κατανοήσει τη συνάντηση αυτή ως «Άνοδο της ασημαντότητας» (1996). Ο Καστοριάδης καυτηρίαζε τον εγκλωβισμό του κοινωνικού διαλόγου στα πρότυπα και τις αντιπαραθέσεις του παρελθόντος και την απομάκρυνσή του από την ουσιώδη σκέψη και προοπτική για το μέλλον. Σήμερα η δύσκολη καθημερινότητα των πολιτών τούς αποκλείει όλο και περισσότερο από τη δημοκρατική ανάγκη για πολιτικό στοχασμό και συμμετοχή στον κοινωνικό διάλογο. Ήδη από το1996 το αντιπροσωπευτικό μας σύστημα είχε αρχίσει να παίρνει τα χαρακτηριστικά που έχει σήμερα, δηλαδή τον στρεβλό κοινωνικό και πολιτικό διάλογο μέσα από τα κανάλια των κοινωνικών μέσων ενημέρωσης και δικτύωσης. Αυτό που αλλάζει στη νέα τεχνολογική μας εποχή είναι ο τρόπος που διεξάγεται ο κοινωνικός διάλογος.

Βρισκόμαστε σε ένα σταυροδρόμι σημαντικών διεργασιών στον τρόπο αντιπροσώπευσης. Η στειρότητα του ιδεολογικού-κομματικού διαλόγου γίνεται εμφανής από τον τρόπο με τον οποίο τα ίδια τα κόμματα και οι μηχανισμοί προπαγάνδας τους ασκούν κριτική στους εκλογικούς αντιπάλους τους. Δεν κατηγορούν την ιδεολογία των αντιπάλων τους, αλλά κυρίως τον πρακτικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα καθημερινά προβλήματα. Από την άλλη πλευρά, το τέλος των ιδεολογιών, επιφέρει μια εν μέρει επιστροφή στο παλαιό φιλελεύθερο-ολιγαρχικό ιδεώδες των κομματικά ανεξάρτητων ή υπερκομματικών, «τίμιων και ικανών» αντιπροσώπων. Ενώ δηλαδή την εποχή της ακμής του κομματικού συστήματος ο κοινωνικός φακός εστίαζε στις επιδόσεις του κόμματος και βάσει αυτών έκρινε τους εκάστοτε βουλευτές, σήμερα το ενδιαφέρον στρέφεται στον έλεγχο των βουλευτών προκειμένου να κριθεί η επιτυχία της κομματικής παράταξης. Αυτό έχει μοιραία αλλάξει τη μορφή του διαλόγου ανάμεσα στους πόλους της πολιτικής εξουσίας και την κοινωνία. Οι πολίτες και επίδοξοι ψηφοφόροι δεν αρκούνται στις εξαγγελίες των ιδεολογικών αρχών και στα οργανωμένα πολιτικά προγράμματα, αλλά αξιώνουν από τους αντιπροσώπους να τοποθετηθούν πάνω σε συγκεκριμένα θέματα της καθημερινότητάς τους, τα οποία ως επί το πλείστον επιβάλλονται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ενημέρωσης. Η ψήφος είναι περισσότερο επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία των πρακτικών λύσεων που προτείνουν οι υποψήφιοι για καθημερινά προβλήματα, παρά έκφραση εμπιστοσύνης σε ένα πολιτικό κόμμα ή έναν ιδεολογικό φορέα. Ο κίνδυνος να εγκλωβιστούν οι πολιτικές παρατάξεις σε αυτό το παιχνίδι της ασημαντότητας είναι μεγάλος. Περισσότερο από ποτέ, τα κόμματα και οι κομματικοί μηχανισμοί καλούνται να αντιδράσουν σ’ αυτή την «άνοδο της ασημαντότητας» με την άρθρωση καίριου πολιτικού λόγου που θα ανταποκρίνεται στις νέες προκλήσεις της ανθρωπότητας και στα αιτήματα της ευρωπαϊκής κοινωνίας του μέλλοντος: την «πράσινη» οικονομία και την κοινωνική ποιότητα της δημοκρατίας.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Χριστιά

Παναγιώτης Χριστιάς: Τελευταία Ενημέρωση