ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

«Η πραγματική Ελλάς»

Του Παναγιώτη Χριστιά

Του Παναγιώτη Χριστιά

Στις 30 Οκτωβρίου του 1940, δύο μέρες μετά την κήρυξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου, ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς κάλεσε στο Γενικό Στρατηγείο, στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, τους εκδότες και αρχισυντάκτες των εφημερίδων. Κεκλεισμένων των θυρών, προχώρησε σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση όσων οδήγησαν στη σύρραξη με τον πανίσχυρο εχθρό, ενώ στο βάθος διαφαινόταν ήδη η χιτλερική απειλή («Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον – Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-41 - Η Ιταλική εισβολή 28/10/1940 μέχρι 13/11/1940», έκδοσις ΓΕΣ/ Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1960). Ο δικτάτορας, διαισθανόμενος ίσως και το τέλος να έρχεται, ζητεί την εθελούσια συνδρομή του δημοσιογραφικού κόσμου στον μεγάλο αγώνα: «Μη χάνετε το θάρρος σας, οτιδήποτε και αν γίνη. Διότι άλλως αδύνατον να φανήτε άξιοι του λαού σας και του καθήκοντός σας, το οποίον είναι να συντηρήσητε την ιερή φλόγα του ελληνικού λαού, να βοηθήσητε τον μαχόμενον Στρατόν, να υπάρξητε συνεργάται της Κυβερνήσεως, ότι και αν αισθάνεσθε δι’ αυτήν. Πρέπει να πιστεύσητε σεις διά να μπορέσετε να μεταδώσητε την πίστιν εις το κοινόν σας, μολονότι αυτήν την φοράν έχομεν όλοι μας να πάρωμεν από τον Ελληνικόν λαόν, και από το απερίγραπτον θάρρος του και όχι να του δώσωμεν».

Η σύντομη ομιλία του Μεταξά είναι συγκλονιστική. Δεν συνοψίζει απλώς την εικόνα και τη θέση της Ελλάδος στη συγκεκριμένη συγκυρία. Παράλληλα, ο «μικρός Moltke», όπως αποκαλούσαν τον Μεταξά οι συμμαθητές του στην Ευελπίδων, συγκρίνοντάς τον με τον μεγαλύτερο ίσως Πρώσο στρατηγό του 19ου αιώνα, σκιαγραφεί τις γενικές δομικές γεωστρατηγικές και πολιτικοστρατιωτικές συντεταγμένες της Ελλάδος στη σύγχρονη εποχή. Αυτές συνοψίζονται σε τρεις βασικούς άξονες. Ο πρώτος περιγράφει την Ελλάδα ως μόνιμα αντιμέτωπη με ισχυρότερες στρατιωτικές δυνάμεις, οπότε παντού και πάντοτε επιβάλλεται η μεγαλύτερη δυνατή σύνεση. Ο Μεταξάς γνώριζε το πλήθος των ιταλικών προκλήσεων, γνώριζε επίσης και τις ιταλικές προθέσεις για την κήρυξη πολέμου. Παρόλα αυτά, δεν προκάλεσε την Ιταλία με αντίποινα ή με επιστράτευση. Απόλυτα ενημερωμένος για τις προθέσεις του Χίτλερ, γνώριζε ότι, αν η Ρώμη ξεκινούσε τον πόλεμο, θα τον τελείωνε το Βερολίνο. Ο δεύτερος άξονας θεμελιώνει τη βασική αρχή της εξωτερικής πολιτικής, ότι δηλαδή η Ελλάδα δεν μπορεί να αποδεχθεί την παραμικρή απώλεια στην κυριαρχία της. Σε περίπτωση απειλής, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, η στάση ουδετερότητας του Κωνσταντίνου πρέπει να δώσει τη θέση της στην επιθετική στάση του Βενιζέλου. Ο τρίτος άξονας ορίζει τον φυσικό πολιτικό χώρο στον οποίο ανήκει η Ελλάδα. Η πρόσκληση του Χίτλερ να ενταχθεί η Ελλάδα στη χιτλερική Νέα Τάξη για την Ευρώπη ήταν αντίθετη με τις αρχές και τις αξίες των Ελλήνων. Η θέση των Αθηνών βρισκόταν δίπλα στις ελεύθερες δυνάμεις με πρώτη την Αγγλία. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Μεταξάς, δεν είναι αποδεκτό η χώρα «διά να αποφύγη τον πόλεμον να δεχθή να γίνη εθελοντής δούλος».

Αυτοί οι άξονες δεν ήταν απλώς η εμπεριστατωμένη άποψη ενός ιδιοφυούς στρατηγού. Ήταν επίσης η έκφραση «της Εθνικής δημοσίας γνώμης εν τη παμψηφία της». Οτιδήποτε άλλο θα οδηγούσε όχι μόνο σε ατίμωση αλλά και σε διχοτόμηση ή τριχοτόμηση του Έθνους. Η εμπειρία του Διχασμού είχε διδάξει στον Μεταξά ότι το πολυτιμότερο αγαθό είναι η διαφύλαξη της ενότητας του έθνους, η ηθική και ψυχολογική ετοιμότητά του να αντιμετωπίσει ενωμένο τον μέγιστο κίνδυνο. Δεν θα μπορούσε επομένως να διασπάσει την ενότητα του έθνους κράτους ο οποιοσδήποτε κρατικός μηχανισμός χωρίς να πληρώσει ένα τεράστιο τίμημα, τον εμφύλιο πόλεμο. Συνεπώς, ακόμη και αν η πρώτη Ελλάς αποδεχόταν τη Νέα Τάξη, θα έβρισκε απέναντί της τη δεύτερη, την πραγματική Ελλάδα: «Δευτέρα θα ήτο η πραγματική Ελλάς. Δηλαδή η παμψηφία της κοινής γνώμης του Έθνους, το οποίον ποτέ δεν θα απεδέχετο την εκουσίαν του υποδούλωσιν πληρωνομένην μάλιστα με εθνικόν ακρωτηριασμόν αφόρητον και ισοδυναμούσαν με οριστικήν ατίμωσιν και μελλοντικήν βεβαίαν εκμηδένισιν του Ελληνισμού ως εννοίας και οντότητος, εκμηδένισιν πρώτον ηθικήν και δεύτερον εν συνεχεία της ηθικής και υλικήν». Ως εκ τούτου, η απόφαση για το «όχι» δεν ήταν αποτέλεσμα ψυχολογικής φόρτισης ή εξωτερικής επιρροής αλλά, διά στόματος Μεταξά, στρατηγική επιλογή των Ελλήνων για το μέλλον της Ελλάδος. Η επιλογή αυτή ήταν θεμελιωμένη στη βαθιά γνώση της ιστορίας και του έθνους, στην απόλυση συναίσθηση του καθήκοντος και στην ευθυκρισία ενός Moltke.

Δύο μήνες μετά τον θάνατό του Μεταξά, ο στρατηγός Βασίλειος Βραχνός, διοικητής της 1ης Μεραρχίας Λαρίσης, συνέτριψε τη φημισμένη Ιταλική μεραρχία αλπινιστών «Τζούλια» και απέκρουσε στα βουνά της Αλβανίας την ιταλική εαρινή αντεπίθεση (Πίνδος –1940, Ύψωμα 731, Τρεμπεσίνα, Μούμπεσι – 1941). Οι μάχες ήταν σφοδρότατες και αιματηρές με χιλιάδες νεκρούς και από τις δύο πλευρές. Τέλη Μαρτίου 1941, η Ελλάς επικράτησεενός πανίσχυρου εχθρού, ενώ τον Απρίλιο του ίδιου έτους έμελλε να υποκύψει στη χιτλερική πολεμική μηχανή. Όποιο όμως και αν ήταν το προσωρινό αποτέλεσμα του αγώνα, ο λόγος του δικτάτορα, που στο τέλος της ζωής του η ιστορία τον ανέδειξε σε ηγέτη, υπήρξε προφητικός: «Και θέλω φεύγοντες από την αίθουσαν αυτήν να πάρετε μαζί σας όλην την δική μου απόλυτη βεβαιότητα, ότι θα νικήσωμεν. Εν τούτοις πρέπει να σας επαναλάβω ό,τι επισημότερον διεκήρυξα από την πρώτην στιγμήν. Η Ελλάς δεν πολεμά διά την νίκην. Πολεμά διά την Δόξαν. Και διά την τιμήν της. Έχει υποχρέωσιν προς τον εαυτόν της να μείνη αξία της ιστορίας της».

 

Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου και εταίρος του ερευνητικού κέντρου «Ευρωπαϊκές Δυναμικές» του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Χριστιά

Παναγιώτης Χριστιάς: Τελευταία Ενημέρωση